- 336-146 π.Χ.: Στα αρχαία κείμενα αναφέρονται και άλλες μαστίχες εκτός από την χιώτικη: ιλλυρική, αιθιοπική, ινδική και αιγυπτιακή. Πληροφορίες υπάρχουν μόνο για την τελευταία: ήταν μαύρη και δεν έδινε μαστιχέλαιο. Οι Χιώτες μεγαλέμποροι και τραπεζίτες που διατηρούσαν εμπορικά γραφεία στην Αίγυπτο, γνώριζαν από πρώτο χέρι τις μαστίχες αυτές. Τις έβλεπαν να πωλούνται μαζί με άλλες πολύτιμες ρητίνες (λιβάνι, σμύρνα, σίλφιο, βάλσαμο) στις αγορές της Αλεξάνδρειας και της Μέμφιδας. Όταν διαπίστωσαν ότι το προϊόν είχε αυξανόμενη ζήτηση, αποφάσισαν να μπουν στο παιχνίδι. Στο νησί τους το κλίμα ήταν ιδανικό και οι σχίνοι, αυτοφυείς. Οργάνωσαν λοιπόν την καλλιέργεια και την εκμετάλλευσή τους και άρχισαν να εξάγουν μαστίχα. Η πρώτη δυναμική είσοδος της χιώτικης μαστίχας στην αγορά σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έγινε στην ελληνιστική εποχή (336-146 π.Χ.).
- Ρώμη: Στη Ρώμη, όπως και στην Αλεξάνδρεια πιο πριν, η μαστίχα ήταν ένα ακριβό προϊόν που απευθυνόταν μόνο στους προνομιούχους. Σύμφωνα με τον Πλίνιο το νεότερο, η τιμή της ήταν 10 δηνάρια η λίβρα. Την ίδια στιγμή το μαύρο πιπέρι στοίχιζε μόλις 4 δηνάρια, το άσπρο πιπέρι 7 και το τζίντζερ 6.
- Βυζάντιο: Ένας από τους πιο καλούς πελάτες της βυζαντινής περιόδου ήταν η Συρία. Ήταν τόσο καλός πελάτης που στις αγορές της η μαστίχα λεγόταν «chio». Τα προϊόντα της Χίου που απέφεραν υπερκέρδη ήταν τα κρασιά, τα μάρμαρα, η Χία γη, τα μεταξωτά και βαμβακερά υφάσματα και φυσικά η μαστίχα. Η μαστίχα εξαγόταν στη Συρία, την Αίγυπτο, την Αρμενία, την Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη αλλά και στη Δυτική Ευρώπη. Στην Ευρώπη τη μαστίχα την αγόραζαν οι εύποροι, τη χρησιμοποιούσαν σε μαντζούνια και κυρίως τη μασούσαν.
- Γενοβέζικη κατοχή: Το μέρισμα που διανεμόταν στους μετόχους της μαόνας ήταν 2.000 δουκάτα τις κακές χρονιές, μέχρι και δεκαπλάσιο τις καλές. Ο συνολικός τζίρος δεν έπεφτε κάτω από 120.000 δουκάτα το χρόνο. Από αυτά, τα 30.000 προέρχονταν από την πώληση της μαστίχας. Η μαόνα απλώς πουλούσε την παραγωγή. Τη μεταφορά και την μεταπώληση της την αναλάμβαναν άλλοι. Η μαστίχα εξαγόταν στην Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία και την Κριμαία (50% της παραγωγής), την Αρμενία, τη Ρόδο, τη Συρία και την Αίγυπτο (25% της παραγωγής) και στην Ευρώπη και τη βορειοδυτική Αφρική (το υπόλοιπο 25%).
- 1970: Τη χρονιά αυτή σημειώθηκε ρεκόρ παραγωγής μαστίχας. Μαζεύτηκαν 303.527 κιλά.
- Ιράκ: Το αράκ είναι ένα οινοπνευματώδες ποτό ανάλογο με το ρακί, δημοφιλέστατο στη Μέση Ανατολή. Στο Ιράκ το αρωμάτιζαν με ιρανική γόμμα (persian gum) και μαστίχα και κυκλοφορούσε σε διάφορες ποιότητες. Από το 1959 όμως, δια νόμου απαγορεύεται η χρησιμοποίηση ιρανικής γόμμας και καθιερώνεται μία και μοναδική ποιότητα αράκ, η οποία έπρεπε υποχρεωτικά να περιέχει 8 κιλά μαστίχας ανά 100 κιλά οινοπνεύματος. Έτσι ξαφνικά, το Ιράκ γίνεται ο καλύτερος πελάτης των μαστιχοπαραγωγών. Ενώ την περίοδο 1955-58 απορροφούσε 38.500 κιλά μαστίχα το χρόνο, τη διετία 1963-64 ανέβηκε στα 157.500 κιλά (το 52% των συνολικών πωλήσεων). Η αυξημένη ζήτηση καλύφθηκε από τα αποθέματα προηγουμένων ετών. Ο πελάτης όμως χάθηκε. Το 1972, λίγα χρόνια μετά την κατάληψη της εξουσίας από το κόμμα Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν, το αράκ αποδεσμεύτηκε από τη μαστίχα και οι εξαγωγές προς το Ιράκ εκμηδενίστηκαν. Η απώλεια της αγοράς του Ιράκ άφησε τη μαστίχα μετέωρη. Μετά το 1972, ελλείψει ζήτησης, πολλοί σχίνοι μένουν ακαλλιέργητοι.
- Μαρόκο: στα διάσημα παζάρια του Μαρόκου συναντάμε τη μαστίχα σε ένα μίγμα αρωματικών βοτάνων που πωλείται κατά κόρον σε μικρές, περίτεχνα στολισμένες συσκευασίες. Εξάλλου στο Μαρόκο η μαστίχα είναι το πλέον παραδοσιακό, χαρακτηριστικότερο δώρο που προσφέρεται στους γάμους, τοποθετημένη σε μια μεγάλη πιατέλα.